Το παιχνίδι είναι μια σοβαρή υπόθεση. Ο πρωτοποριακός αναπτυξιακός ψυχολόγος Lev Vygotsky
πίστευε ότι, κατά την προσχολική περίοδο, το παιχνίδι είναι η κύρια
πηγή ανάπτυξης. Μέσα από το παιχνίδι τα παιδιά μαθαίνουν και εξασκούν
πολλές βασικές κοινωνικές δεξιότητες.
Αναπτύσσουν μια αίσθηση του
εαυτού, μαθαίνουν να αλληλεπιδρούν με άλλα παιδιά, μαθαίνουν πώς να
κάνουν φίλους, πώς να ψεύδονται και πώς να παίξουν ένα παιχνίδι ρόλων.
Το παιχνίδι διαδραματίζει αναπτυξιακό
ρόλο ήδη από τα πρώιμα στάδια της ανάπτυξης του παιδιού. Έτσι το
αισθητηριακό κινητικό παιχνίδι διδάσκει τα μικρά παιδιά για το σώμα τους
και τα αντικείμενα του περιβάλλοντός τους. Το χειριστικό και
εξερευνητικό παιχνίδι διδάσκει τα μεγαλύτερα παιδιά περισσότερα για τα
αντικείμενα και τις ιδιότητες τους και για το πώς μπορούν να επηρεάζουν
τον κόσμο γύρω τους. Το «σκληρό» και το ενεργητικό φυσικό παιχνίδι
διδάσκει στο νήπιο τις κινητικές δεξιότητες και την αλληλεπίδραση όλου
του σώματος με τους άλλους και με τα αντικείμενα στο περιβάλλον.
Το κοινωνικό παιχνίδι αρχίζει με τις
πρώτες κοινωνικές ανταλλαγές ανάμεσα στα μωρά και τους γονείς τους κατά
τη διάρκεια καθημερινών δραστηριοτήτων (όπως αυτών του ταΐσματος και της
αλλαγής της πάνας). Είναι αυτό το παιχνίδι που διδάσκει στα παιδιά τις
κοινωνικές σχέσεις και πως να εμπλακούν σε αυτές, καθώς και τους
πολιτισμικούς κανόνες της κοινωνίας στην οποία μεγαλώνουν. Το προσποιητό
παιχνίδι, είτε κοινωνικό είτε μοναχικό, διδάσκει στα παιδιά πως να
απομακρύνουν τη σκέψη τους από την εμπειρία που βιώνουν εκείνη την
στιγμή και πώς να χρησιμοποιούν σύμβολα και αναπαραστάσεις για να
επιτυγχάνουν αυτόν τον τρόπο σκέψης.
Η Ψυχαναλυτική θεωρία ή θεωρία της Κάθαρσης έχει τις ρίζες της στην θεωρία της κάθαρσης του Αριστοτέλη. Κύριος εκπρόσωπος αυτής της θεωρίας είναι ο Ελβετός ψυχολόγος J. Freud,
ο οποίος θεωρεί ότι το παιχνίδι δεν είναι απλώς ένα αναπτυξιακό
επίτευγμα ή ένα μέσο για να περάσει το παιδί την ώρα του αλλά είναι
σημαντικό “γιατί απηχεί τις προσπάθειες του παιδιού να συμφιλιωθεί με τα
συγκινησιακά του βιώματα”. Αποτελεί μια γέφυρα ανάμεσα στην εσωτερική
και εξωτερική πραγματικότητα του παιδιού. Το παιχνίδι παρέχει στο παιδί
τη δυνατότητα να αντιμετωπίζει αγχώδεις καταστάσεις με συμβολικό τρόπο.
Μέσα από το παιχνίδι του εκφράζει έμμεσα ή συμβολικά πιεστικές ανησυχίες
του, φόβους, επιθυμίες και επαναλαμβάνοντας αυτά τα θέματα ξανά και
ξανά δίνει στο παιχνίδι ένα χαρακτήρα κάθαρσης. Η επανάληψη της
εμπειρίας μέσα από το παιχνίδι είναι μια απόπειρα αλλαγής της απόφασης ή
απόπειρα κυριαρχίας πάνω σε μια δύσκολη κατάσταση.
Το παιχνίδι μπορεί να αποτελέσει ένα
μέσο διάγνωσης μέσα από το οποίο το παιδί μπορεί να εκφράσει τα
συναισθήματά του, τις σκέψεις του, τα ένστικτά του και τις επιθυμίες
του. Η ψυχαναλυτική σχολή, για να εισχωρήσει στο βάθος της παιδικής
ψυχής, χρησιμοποίησε το παιχνίδι όπως παλιότερα το όνειρο στους
ενήλικες. Το παιχνίδι ως διαγνωστικό μέσο είναι μια πολύ καλή μέθοδος
προκειμένου να πλησιάσουμε την ψυχή των μικρότερων παιδιών, για τα οποία
η γλώσσα είναι ακόμα ατελές μέσο επικοινωνίας.
Ο Vygotsky από την άλλη πλευρά υποστήριξε ότι ο άνθρωπος συμμετέχει ενεργητικά στην ίδια του την ύπαρξη[2]
. Από τη νηπιακή ακόμα ηλικία αρχίζει να αποκτά τα μέσα με τα οποία
μπορεί να επιδράσει και να ελέγξει το περιβάλλον του αλλά και τον εαυτό
του. Αυτό το επιτυγχάνει με τη δημιουργία και τη χρήση βοηθητικών ή
«τεχνητών» ερεθισμάτων. Ο ίδιος δημιουργεί τα βοηθητικά ερεθίσματα, που
δεν έχουν καμιά εγγενή σχέση με την υπάρχουσα κατάσταση και τα
χρησιμοποιεί στο παιχνίδι σαν μέσα ενεργητικής προσαρμογής. Έδωσε
ιδιαίτερη έμφαση στην επίδραση της χρήσης των βοηθητικών ερεθισμάτων,
την οποία θεωρεί καθοριστική. Τα βοηθητικά ερεθίσματα, για τον Vygotsky,
είναι τα εργαλεία του εγγενούς πολιτισμού, η μητρική γλώσσα του παιδιού
και τα ευφυή μέσα που το ίδιο το παιδί εφευρίσκει, ακόμα και η χρήση
του ίδιου του σώματος. Το παιδί κάνει χρήση των διαφόρων αυτών μέσων
κατά τη δραστηριότητά του στο παιχνίδι, γι` αυτό και ο Vygotsky θεωρεί
το παιχνίδι ως το πρωταρχικό μέσο της πολιτισμικής ανάπτυξης των
παιδιών.
Το παιδί στο παιχνίδι του ξεπερνά την
ηλικία του, μετακινείται πέρα από την καθημερινή του συμπεριφορά και
μοιάζει να γίνεται ένα κεφάλι ψηλότερο απ` ότι είναι. Άρα το παιχνίδι
αποτελεί μια μέγιστη πηγή ανάπτυξης, που περιέχει όλες τις αναπτυξιακές
τάσεις συμπυκνωμένες. Το παιδί μέσα στο παιχνίδι προβάλλει τον εαυτό του
στις δραστηριότητες των ενηλίκων μέσα στο συγκεκριμένο πολιτισμικό
πλαίσιο στο οποίο ζει. Ακόμα προβάλλει τους μελλοντικούς ρόλους και τις
αξίες όπως το ίδιο τις αντιλαμβάνεται μέσα από τις δραστηριότητες και
τις σχέσεις των ενηλίκων. Το παιχνίδι προηγείται της ανάπτυξης, γιατί το
παιδί μέσα από το παιχνίδι αποκτά δεξιότητες, κίνητρα και στάσεις
απαραίτητα για την κοινωνική του προσαρμογή και συμμετοχή.
Στάδια ανάπτυξης παιχνιδιού
Η κλασική μελέτη του πώς αναπτύσσεται το παιχνίδι στα παιδιά πραγματοποιήθηκε από την Mildred Parten
στα τέλη της δεκαετίας του 1920 στο Ινστιτούτο Ανάπτυξης του Παιδιού
στη Μινεσότα. Παρακολούθησε στενά τα παιδιά ηλικίας μεταξύ 2 και 5 ετών
και κατηγοριοποίησε το παιχνίδι τους σε έξι κατηγορίες.
Η Parten συνέλεξε δεδομένα μέσω της
συστηματικής δειγματοληψίας της συμπεριφοράς των παιδιών. Τα παρατήρησε
για μια περίοδο ενός προκαθορισμένου λεπτού που ποίκιλαν συστηματικά[3][4] .
Αυτό που πρέπει να παρατηρήσουμε είναι
πως οι τέσσερις πρώτες κατηγορίες του παιχνιδιού δεν συνεπάγονται
απαραίτητα την αλληλεπίδραση με άλλους, ενώ οι δύο τελευταίες το κάνουν.
Ενώ τα παιδιά μετατοπίζονται μεταξύ των τύπων του παιχνιδιού, αυτό που η
Parten παρατήρησε ήταν ότι καθώς αυτά μεγάλωναν, συμμετείχαν λιγότερο
στους πρώτους τέσσερις τύπους και περισσότερο στους δύο τελευταίους –
εκείνους δηλαδή που περιλαμβάνουν μεγαλύτερη αλληλεπίδραση.
- Ελεύθερο παιχνίδι: το παιδί είναι σχετικά σταθερό και φαίνεται να εκτελεί τυχαίες κινήσεις με μη εμφανή σκοπό. Ένα σχετικά σπάνιο στυλ παιχνιδιού.
- Μοναχικό παιχνίδι: το παιδί είναι εντελώς απορροφημένο στο παιχνίδι και δεν φαίνεται να παρατηρεί τα άλλα παιδιά. Πιο συχνά εμφανίζεται σε παιδιά ηλικίας μεταξύ 2 και 3 χρόνων.
- Το παιχνίδι του θεατή: το παιδί ενδιαφέρεται για το παιχνίδι άλλων παιδιών, αλλά δεν εντάσσεται το ίδιο. Μπορεί να κάνει ερωτήσεις ή απλά να μιλάει στα άλλα παιδιά, αλλά η κύρια δραστηριότητα είναι η απλή παρακολούθηση.
- Παράλληλο παιχνίδι: το παιδί μιμείται το παιχνίδι των άλλων παιδιών, αλλά δεν συμμετέχει ενεργά μαζί τους. Για παράδειγμα, μπορεί να χρησιμοποιούν το ίδιο παιχνίδι.
- Συντροφικό παιχνίδι: ενδιαφέρονται τώρα περισσότερο το ένα για το άλλο παρά για τα παιχνίδια που χρησιμοποιούν. Αυτή είναι η πρώτη κατηγορία που περιλαμβάνει ισχυρή κοινωνική αλληλεπίδραση μεταξύ των παιδιών καθώς παίζουν.
- Συνεργατικό παιχνίδι: κάποια οργάνωση εισέρχεται στο παιχνιδιού των παιδιών, για παράδειγμα, το παιχνίδι έχει κάποιο στόχο και τα παιδιά συχνά υιοθετούν ρόλους και ενεργούν ως ομάδα. Σε αυτό το επίπεδο παιχνιδιού η συνεργασία των παιδιών είναι απαραίτητη και το καθένα έχει ένα συγκεκριμένο ρόλο στο παιχνίδι.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι αυτή η
σειρά σταδίων παιχνιδιού είναι εξελικτική και το κριτήριο για τη
μετάβαση από το ένα στάδιο στο επόμενο είναι η αποδοχή του βαθμού της
κοινωνικής αλληλεπίδρασης των μαθητών. Σε αντίθεση με τον Jean Piaget ο
οποίος είδε το παιχνίδι των παιδιών με κυρίως αναπτυξιακούς γνωστικούς
όρους, η Parten τόνισε την ιδέα ότι η μαθαίνοντας να παίζεις μαθαίνεις
πώς να σχετίζεσαι με τους άλλους.
Η Γεωργία Πανταζή είναι ψυχολόγος Παντείου και εθελόντρια σε σταθμό με αυτιστικά παιδιά.
Ερευνητικά ενδιαφέροντα: παιδοψυχολογία, θέματα κοινωνικής ψυχολογίας κ.τ.λ.
(glpantazi@gmail.com)
Πηγή: psychologein.sciblogs.net
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου